Αν ερχόταν την σύγχρονη εποχή παίκτης του δικού του βεληνεκούς στην Ελλάδα, θα αποτελούσε σίγουρα μεταγραφή «αεροδρομίου». Και αυτό διότι όταν φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού το 1982 επρόκειτο για ένα πολύ μεγάλο όνομα. Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά…
Μεταφορικά διότι εκείνη την εποχή ήταν ένας ποδοσφαιριστής με θητεία στον Άγιαξ επί σειρά ετών, σε καλή ηλικία (μόλις 26 ετών) και είχε προλάβει ήδη να αγωνιστεί 14 φορές με την εθνική Ολλανδίας, πετυχαίνοντας μάλιστα και δύο γκολ για λογαριασμό των «οράνιε».
Κυριολεκτικά γιατί η μετάφραση από την μητρική του γλώσσα (από την πλευρά του πατέρα του) είναι «Αυτός που γεννήθηκε στην ανατολική πλευρά του δάσους όταν είχε ευνοϊκό άνεμο»! Φανταστείτε βέβαια να έπαιζε τώρα που τα ονόματα των ποδοσφαιριστών αναγράφονται στις φανέλες τους… Αναμφισβήτητα θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα, αν ήταν Έλληνας!
Με πατέρα Κινέζο και Ολλανδή μητέρα πάντως, ο Τσου Λα Λινγκ, όπως τον μάθαμε στην Ελλάδα, γεννήθηκε το 1956 στη Χάγη και στα 17 του είχε ήδη υπογράψει το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιό του για την ομάδα της πόλης, την γνωστή μας Ντεν Χάαγκ.
Ένα δεξί εξτρέμ με τρομερή τεχνική, απαράμιλλη ντρίπλα και διάθεση να… διασκεδάζει με τους αντίπαλους αμυντικούς, ο νεαρός –ακόμη- παίκτης δημιούργησε αίσθηση με το «καλημέρα» στον ολλανδικό ποδοσφαιρικό κόσμο. Ο συνδυασμός των ικανοτήτων του στο γήπεδο, με το… εξωτικό όνομα και παρουσιαστικό του εξήρε την φαντασία των θεατών που τον λάτρεψαν, με μία ή μάλλον δύο υποσημειώσεις.
Η πρώτη είχε να κάνει με το γεγονός ότι από έφηβος κιόλας ο Τσου Λα Λινγκ δεν ήταν από τους παίκτες που αρέσκονταν να ιδρώνουν και πολύ τη φανέλα, πόσω μάλλον να την «ματώνουν». Σε πολλά ματς ήταν ιδιαίτερα ράθυμος, έδειχνε να μην έχει και πολλή όρεξη να μαρκάρει, να κυνηγήσει ή να συμμετάσχει με οποιονδήποτε τρόπο, αν και του ήταν αρκετή μία φάση για να ξεσηκώσει τον κόσμο με μία και μοναδική ενέργεια σε ολόκληρο παιχνίδι!
Η δεύτερη σχετιζόταν με την εξωγηπεδική ζωή του καθώς ήταν γνωστή φιγούρα και θαμώνας στα μπαρ της Χάγης, φτιάχνοντας όνομα στο κλάμπινγκ πριν το κάνει στο χορτάρι. Το αποκορύφωμα αυτής της συμπεριφοράς του ήρθε το 1975 όταν η Ντεν Χάαγκ έφτασε στο σημείο να διεκδικεί επιτέλους έναν τίτλο και συγκεκριμένα το Κύπελλο Ολλανδίας απέναντι στην Τβέντε.
Η αποστολή της ομάδας είχε καταλύσει σε ξενοδοχείο του Ρότερνταμ και όλοι ζούσαν και ανέπνεαν για το μεγάλο ματς. Ο Τσου Λα Λινγκ από την δική του πλευρά είχε την φαεινή ιδέα παραμονή του τελικού να το σκάσει και να γυρίσει τα μπαρ της πόλης μέχρι το πρωί. Ήταν τέτοιο το σοκ των συμπαικτών του που οι ίδιοι απαίτησαν να μείνει εκτός αποστολής κι έτσι έχασε την ευκαιρία να παίξει το επόμενο βράδυ στο «Ντε Κάιπ» και να πανηγυρίσει το 1-0 που χάρισε τον τίτλο…
Με το γυαλί να έχει ραγίσει για τα καλά και τον μεγάλο Άγιαξ να ψάχνει τον αντικαταστάτη του Τζόνι Ρεπ που μόλις είχε πάρει μεταγραφή για την Βαλένθια, ο Τσου Λα Λινγκ βρέθηκε να φορά τη φανέλα του «Αίαντα» για τα επόμενα 7 χρόνια. Αρχικά, όσο στον πάγκο καθόταν ο μυθικός Ρίνους Μίχελς, ο Ολλανδοκινέζος «έφαγε» πολύ πάγκο, κυρίως λόγω του απείθαρχου χαρακτήρα του ο οποίος έβγαινε και στο γήπεδο και σίγουρα δεν συμβάδιζε με το «Total Football».
Όταν, όμως, ο Τόμισλαβ Ίβιτς, αντικατέστησε τον Μίχελς στην τεχνική ηγεσία, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Τσου Λα Λινγκ κέρδισε την εμπιστοσύνη του και βρήκε χρόνο συμμετοχής και ελευθερία κινήσεων στο χορτάρι. Έτσι μέχρι το 1981 (μια χρονιά πριν τελικά αποχωρήσει) ήταν βασικός στον Άγιαξ με τον οποίο κατέκτησε 4 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα Ολλανδίας, πραγματοποιώντας συνολικά 223 συμμετοχές με 66 γκολ, νούμερο διόλου αμελητέο για εξτρέμ και όχι κλασικό επιθετικό! Επιπλέον επιβραβεύτηκε με κλήση στην εθνική Ολλανδίας, φορώντας 14 φορές τη φανέλα με το εθνόσημο και σκοράροντας 2 τέρματα.
Λένε πως ένα από τα καλύτερά του ματς ήταν στην Ευρώπη κόντρα στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1976. Το μαρκάρισμά του το είχε αναλάβει ο Στούαρτ Χιούστον. Ο Σκωτσέζος έδωσε μεγάλη μάχη για να τον σταματήσει, αλλά είχε βρει τον μπελά του. Σε μια φάση ο Λα Λινγκ απλά σταμάτησε την μπάλα, έμεινε ακίνητος, τον κοίταζε και του έκανε ένα νεύμα με το δάχτυλο σαν να του έλεγε «άντε, έλα να την πάρεις». Μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, ο Χιούστον δοκίμασε την τύχη του κι ένα δευτερόλεπτο αργότερα προσπασθούσε να καταλάβει πώς τον ντρίπλαρε ο αντίπαλός του. Όπως διηγείται ο Ολλανδός, το κοινό του Ολντ Τράφορντ όχι μόνο δεν τον αποδοκίμασε, αλλά αντάμοιψε το… σόου με παρατεταμένο standing ovation. Ωστόσο η εμφάνισή του δεν ήταν αρκετή για να χαρίσει την πρόκριση…
Ο Παναθηναϊκός τον έπεισε να βάλει τα πράσινα το 1982 και όλοι πίστευαν ότι θα ήταν ο άνθρωπος που θα έκανε την διαφορά. Αν και το τριφύλλι στήριξε πολλά πάνω του, η αλήθεια είναι ότι ο Λα Λινγκ έδειξε μόνο ψήγματα του ταλέντου και των ικανοτήτων του. Αποτέλεσμα: σε μια διετία έπαιξε σε 46 ματς, πετυχαίνοντας μόλις 2 γκολ, αλλά τουλάχιστον του έμεινε η χαρά της κατάκτησης του νταμπλ το 1984.
Στη συνέχεια πέρασε μια σεζόν στην Μαρσέιγ, έπαιξε μια χρονιά στην Φέγενορντ και τελικά επέστρεψε στην ομάδα της γενέτειράς του, Ντεν Χααγκ, με την οποία κρέμασε τα παπούτσια του σε ηλικία μόλις 30 ετών!
Όσο για το θέμα με το όνομά του, δυστυχώς τότε το 1982 δεν έκανε μεταδόσεις ο Αλέξης Σπυρόπουλος διότι σίγουρα θα ήταν ο πρώτος που θα έπαιρνε χαμπάρι ότι το όνομά του δεν προφερόταν Τσου Λα Λινγκ. Κάποιοι άλλοι… «Σπυρόπουλοι» (Ολλανδοί κατά κύριο λόγο) πειραματίστηκαν με τα Σεν Λα Λινγκ, Τσεν Λα Λινγκ, Τιέου Λα Λινγκ και διάφορά άλλα, με τον ίδιο πάντως να αδιαφορεί για το πώς τον φώναζαν ή τον έγραφαν.
Μόλις το 2007 αποφάσισε να δώσει λύση στο πρόβλημα και να αποκαλύψει την πραγματική προφορά που είναι Λινγκ Τσεν Λα ή κατά το ελληνικότερο «Αυτός που γεννήθηκε στην ανατολική πλευρά του δάσους όταν είχε ευνοϊκό άνεμο»! Μετά το τέλος της καριέρας του έμεινε στο χώρο δημιουργώντας εταιρεία με αθλητικά συμπληρώματα διατροφής, ασχολήθηκε για λίγο με τα διοικητικά του Άγιαξ, είχε μπλεξίματα από χρέη που δημιούργησε με τον τζόγο, αλλά ορθοπόδησε και μάλιστα έφτασε στο σημείο να αποκτήσει την Τρέντσιν που επί ημερών του αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Σλοβακίας για πρώτη φορά στην ιστορία της το 2015!
menshouse.gr