Με νίκη πλησιάζει ξανά - με απώλειες χάνεται και αυτός (Πιθανή εντεκάδα)
Ο Άρης είναι το φαβορί κόντρα στην ΑΕΛ σε ένα ματς που η νίκη είναι μονόδρομος
Ακολουθήστε μας στο Google news
Τι στο καλό, βοηθός προπονητή στο Πριγκιπάτο για τη Μονακό; Μια ζωή την έκανε ο Ζαν Πετί. Κυριολεκτικά. Από το 1987 ξεκίνησε, παρέμεινε ως και το 2014. Πάνω από 600 παιχνίδια. Μόνη εξαίρεση, κατά την οποία ανέλαβε αυτός, ίσα-ίσα για ένα δεκαπενθήμερο και τέσσερα όλα κι όλα ενενηντάλεπτα, τον Σεπτέμβριο του 2005.
Σε όλα τα υπόλοιπα χρόνια του στο Louis II στο πλευρό κάποιου ήταν. Περισσότερο από κάθε άλλον σε αυτό του Αρσέν Βενγκέρ. Ο Αλσατός άλλωστε ήταν αυτός που τον έβαλε στο επιτελείο του, όταν έκατσε στον πάγκο των Μονεγάσκων το καλοκαίρι του ’87.
Αυτή και μόνη η σύντομη αναφορά του επαγγελματικού, προπονητικού, βιογραφικού του αποτυπώνει, καθρεφτίζει και την προσωπικότητά του. Στο κρατίδιο των Πριγκίπων, των λεφτάδων, του τζετ σετ, της καλοζωίας το ποδόσφαιρο ποτέ δεν ήταν -ακόμα και όποτε το επεδίωκε…- νούμερο ένα στη λίστα προτεραιοτήτων του οποιουδήποτε.
Από την αρχή της αρχής Πρίγκιπα Ρενιέ, τον διάδοχό του στον θρόνο, Αλβέρτο, ως και προφανώς τον τελευταίο υπήκοό τους. Ούτε καλά-καλά για τους ίδιους που διαχρονικά στελέχωναν την ομάδα ούτε φυσικά και για την υπόλοιπη Γαλλία, η οποία περισσότερο ασχολούνταν -καθολικά και σε ό,τι αφορούσε στο ποδόσφαιρο- με το προνομιακό φορολογικό καθεστώς που ίσχυε στο Μονακό σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα παρά με οτιδήποτε είχε να κάνει ή προκαλούνταν στο γήπεδο.
Ο Πετί ήταν απόλυτα εναρμονισμένος σε αυτήν την κατάσταση, σε αυτόν τον ρόλο. Ταίριαζε άλλωστε γάντι και στο φυσιογνωμικό προφίλ του νεαρού Βενγκέρ. “Φώναζε”… καθηγητηλίκι εξ όψεως.
Με σπουδές στα Οικονομικά, καταγωγή από μια περιοχή που ποτέ δεν θεωρήθηκε ούτε και αντιμετωπίστηκε γαλλική (Αλσατία), ο ψιλόλιγνος διοπτροφόρος τεχνικός ξεχείλιζε αστική ευγένεια, η οποία -κακά τα ψέματα- μόνο στο περιβάλλον του Πριγκιπάτου έμοιαζε, ποδοσφαιρικά, ταιριαστή.
Και ο Πετί σκιά του. Χωρίς την παραμικρή διάθεση προβολής. Άβολα αισθανόταν, όποτε οι περιστάσεις, σπάνιες καθ’ όλα, τον έφερναν πρώτο πλάνο. Μια από αυτές, ήταν το βράδυ της 21ης Οκτωβρίου 1992.
Τότε που στο πλαίσιο του δεύτερου γύρου του Κυπέλλου Κυπελλούχων η Μονακό φιλοξένησε τον Ολυμπιακό. Το παιχνίδι δεν είχε κυλήσει όπως θα ήθελαν οι γηπεδούχοι, οι οποίοι μάλιστα με το αλησμόνητο για τους «Ερυθρολεύκους» γκολ του Γιώργου Βαΐτση δύο λεπτά πριν τη συμπλήρωση των ενενήντα είχαν βρεθεί πίσω στο σκορ.
Αυτό το γκολ ήταν και το έναυσμα για μια έξαρση… δημοσιότητας του Πετί, ο οποίος στο εναπομείναν πεντάλεπτο κέρδισε από τον σκηνοθέτη της γαλλικής τηλεόρασης όσα “κοντινά” πιθανώς δεν του έγιναν καθόλη τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του.
Ο λόγος ήταν πως στον πάγκο είχε απομείνει μόνος, καθώς με το γκολ του Ολυμπιακού ο Βενγκέρ σηκώθηκε και έφυγε, με την κάμερα και έναν ακόλουθο της Μονακό να τον συνοδεύουν (να προσπαθούν τουλάχιστον, αφού τον μακρυκάνη προπονητή, στη φούρια του όπως τότε, δύσκολα τον προλάβαινε κανείς) στην καταπακτή της εισόδου για τον αγωνιστικό χώρο, προτού χαθεί στα αποδυτήρια.
Ο Αλσατός ήταν έξαλλος και δεν περίμενε να δει τις απέλπιδες προσπάθειες των παικτών του για ένα γκολ που θα έσωζε έστω την ισοπαλία. Έξαλλος και για την απόδοσή τους αλλά κυρίως για τις αποφάσεις και τη διαιτησία του Πολωνού Μίχαλ Λίστκεβιτς.
Δεν το έκρυψε προφανώς με τη συγκεκριμένη ενέργειά του, δεν το αρνήθηκε ούτε μετά το τέλος της αναμέτρησης, κάνοντας λόγο για υπερβολική ανοχή εκ μέρους του στο «βίαιο παιχνίδι των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού» αλλά και για τον μη καταλογισμό δύο πέναλτι για την ομάδα του.
Δεν το έκρυψε ούτε και μετά από δύο εβδομάδες στη ρεβάνς του Φαλήρου, οπότε και για πρώτη φορά στην καριέρα του επισκέφθηκε το «Καραϊσκάκης». Τόσο πριν τον επαναληπτικό όσο και μετά οι αναφορές του στον Λίστκεβιτς ενδεικτικές του μαραζιού του.
Ο προπονητής του Ολυμπιακού, Όλεγκ Μπλαχίν, επέλεξε για τη ρεβάνς μια αδιανόητη -γονιδιακά για τον σύλλογο- αμυντική προσέγγιση, ξεκάθαρα και αποκλειστικά στοχεύοντας στη διατήρηση του προβαδίσματος που είχε κερδηθεί στο Πριγκιπάτο.
Με τη συνδρομή του φλεγόμενου γηπέδου (μέχρι και σε Υπουργούς της εποχής έφτασαν αιτήματα για ένα εισιτήριο της αναμέτρησης, τέτοια η ζήτηση και η κάψα των φίλων του Ολυμπιακού) το σχέδιο του Ουκρανού πέτυχε.
Κυριολεκτικά φλεγόμενου. Εξαιτίας των δεκάδων, εκατοντάδων αναμμένων πυρσών και καπνογόνων η ορατότητα ήταν μηδενική στο τελευταίο εικοσάλεπτο της αναμέτρησης. Τηλεοπτικά δεν διακρινόταν το παραμικρό. Από τις εξέδρες, όσο περνούσε η ώρα, όλο και λιγότερα. Αυτό που ήταν ξεκάθαρο ήταν το πόσο πίεζαν οι Μονεγάσκοι, ξεκινώντας αυτό το τελευταίο εικοσάλεπτο με δοκάρι από τον Κλίνσμαν και τελειώνοντάς το με ένα ακόμα.
Πάλι στο παρά δύο του ενενηνταλέπτου ο Φοφανά βρήκε την μπάλα μεταξύ των αμυντικών του Ολυμπιακού και την έστειλε στο δοκάρι. Με την επιστροφή της, κυλούσε στη γραμμή, προτού ο παμπόνηρος Μύρτσος ξαπλώσει το κορμί του κάθετα σε δαύτη και έτσι καταφέρει να καπακώσει τελείως, να κρύψει το τόπι.
Δεν μπορούσε που δεν μπορούσε κανείς να δει το παραμικρό λόγω της περιορισμένης ορατότητας, ήταν και τέτοια η γωνία που έφτιαξε ο τερματοφύλακας των «Ερυθρολεύκων» στην επέμβασή του που ήταν αδύνατο για τον οποιονδήποτε να μπορέσει με ασφάλεια να αποφανθεί αν η μπάλα είχε περάσει τη γραμμή ή όχι.
Ο Βέλγος διαιτητής, Αλφόνς Κονσταντάν, ο οποίος δεν είχε διακόψει νωρίτερα την αναμέτρηση είτε για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα είτε ακόμα-ακόμα και -με σημερινές νόρμες και μέτρα- οριστικά, δεν μπορούσε να πει τίποτα το διαφορετικό από το «παίζετε».
Τα πολύ δύσκολα είχαν περάσει για τον Ολυμπιακό, τα υπόλοιπα δευτερόλεπτα πέρασαν και έτσι, κρατώντας το 0-0, “σφράγισε” την πρόκρισή του στα προημιτελικά της διοργάνωσης, αφήνοντας τους Μονεγάσκους, χωρίς να καταφέρουν να βρουν γκολ στα δυο τους συναπαντήματα με τους «Ερυθρολεύκους», εκτός συνέχειας.
Και τον Βενγκέρ, αν και όχι στο… κυνήγι όπως στο πρώτο παιχνίδι, ανάλογα τσαντισμένο από την τελική έκβαση, στην παρθενική φορά που τους αντάμωσε στον δρόμο του.
Η επόμενη όχι απλώς εξίσου αλλά ακόμα περισσότερο μυθική. Κυρίως γιατί γνωρίζουμε το τι ακολούθησε και την σταδιοδρομία του Αλσατού, ο οποίος, με τις ιδέες, τη φιλοσοφία, τη μεθοδολογία του, ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις για την πλήρη αναδόμηση της Premier League (εκτός της Άρσεναλ, της οποίας άλλαξε τελείως στάτους και πορεία) στα τέλη των ’90s και στις αρχές του 21ου αιώνα και τη μετατροπή της στο μακράν του δεύτερου κορυφαίο Πρωτάθλημα του πλανήτη (και πλέον χαρακτηριστικό κομμάτι της σύγχρονης football business των δισεκατομμυρίων –και σε αυτό έπαιξε καταλυτικό ρόλο ο Βενγκέρ) της εποχής μας.
Ο Βενγκέρ, χωρίς να αλλάξει συγκλονιστικά τη θεώρηση και τη ματιά των Γάλλων για τη Μονακό (σε εποχή μάλιστα που τα πάντα στη Ligue 1 καταδυναστεύονταν από τον Μπερνάρ Ταπί), είχε καταφέρει να της ανεβάσει το ταβάνι. Πρωτάθλημα στην παρθενική σεζόν του, ένα Κύπελλο (1991) και μια πορεία ως τα ημιτελικά της τελευταίας πλήρους σεζόν του στο Πριγκιπάτο (1993-1994), οπότε και αποκλείστηκε από τη μετέπειτα τροπαιούχο, Μίλαν.
Μαζί ανέβαιναν και οι δικές του μετοχές. Ενδεικτικό ότι το καλοκαίρι του ’94 η Μπάγερν τον ήθελε για τον δικό της πάγκο. Δεν του επιτράπηκε να φύγει και με βαριά καρδιά -όπως αργότερα παραδέχτηκε- ξεκίνησε την όγδοη αγωνιστική χρονιά του στα ηνία της Μονακό.
Κάκιστο το ξεκίνημά της, ήταν στην 17η θέση στα μέσα Σεπτεμβρίου, κάτι που οδήγησε και στην αποπομπή του στις 17 Σεπτεμβρίου.
Τέσσερεις μέρες νωρίτερα ο Ολυμπιακός είχε υποδεχτεί την ομάδα του Ταπί, τη Μαρσέιγ, στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου UEFA. Ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη, πλήρως και… σόλο στο διοικητικό τιμόνι (στα προ διετίας παιχνίδια με τη Μονακό λειτουργούσε έχοντας τον απερχόμενο Σταύρο Νταϊφά στο πλευρό του), και του Νίκου Αλέφαντου, στην τρίτη (και μακροβιότερη) θητεία του στον πάγκο.
Οι Φωκαείς επικράτησαν με 2-1. Αναμενόμενο αποτέλεσμα βάσει των συνθηκών της εποχής και της δυναμικότητας των δύο ομάδων, όχι όμως και για τις τότε φιλοδοξίες των «Ερυθρολεύκων». Ο Αλέφαντος απολύθηκε, κάτι που ανακοινώθηκε μια μέρα πριν την απόλυση του Βενγκέρ. Ο Ολυμπιακός δύο μέρες μετά (18/9) έπαιζε στην Έδεσσα με τον Εδεσσαϊκό και το Σάββατο (24/9) υποδεχόταν τον Ιωνικό.
Παραμονές εκείνου του παιχνιδιού, μερικά μόνο εικοσιτετράωρα μετά την απομάκρυνσή του από τη Μονακό, ήρθε στην Αθήνα ώστε να συζητήσει από κοντά, να δει το παιχνίδι και με σαφή προοπτική να συμφωνήσει τον Ολυμπιακό ο Αρσέν Βενγκέρ.
Εν χορδαίς και οργάνοις (με κάμερες και μικρόφωνα) τον υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο ο Πέτρος Κόκκαλης, με το κατακόκκινο μπουφάν του Αλσατού να βγάζει… μάτι τόσο στους παρευρισκομένους (και δεν ήταν λίγοι) όσο και σε εκείνους που είδαν την επομένη τις φωτογραφίες.
Εν χορδαίς και οργάνοις επισκέφθηκε τις προπονητικές εγκαταστάσεις στου Ρέντη. Την ώρα που βρισκόταν εκεί, οι παίκτες του Ολυμπιακού προπονούνταν, υπό τις οδηγίες του υπηρεσιακού Νίκου Γιούτσου, με τους αγανακτισμένους από όλους και από όλα φιλάθλους της ομάδας να τους πετάνε έξω από το προπονητήριο αβγά.
«Υπήρχαν οπαδοί που θεωρούσαν ότι τους κάναμε ρεζίλι. Έφερε ο Κόκκαλης τον Βενγκέρ να του δείξει το αθλητικό κέντρο κι εκείνος είδε να μας πετάνε αβγά, την ώρα που τρέχαμε», είχε αποκαλύψει σχετικά ο Κυριακός Καραταΐδης.
Ο θρύλος πάντως -ένας από δαύτους τουλάχιστον- ήθελε τον Αλσατό, εκτός της διά ζώσης επιθεώρησης, να έκανε άλλη μία εν πτήσει, με ελικόπτερο, δίνοντας από τότε το στίγμα της μελλοντικής επέκτασης και τροποποίησης του προπονητηρίου.
Εν χορδαίς και οργάνοις πήγε να δει και το παιχνίδι με τον Ιωνικό. Όχι στα επίσημα, όπου βρισκόταν, αρειμανίως καπνίζοντας, ο Σωκράτης Κόκκαλης, αλλά στη θύρα 10, μαζί με τους φίλους του Ολυμπιακού και συνοδό τον γιο του Προέδρου, Πέτρο.
Άκουσε την εξέδρα να τα “χώνει” σε διοίκηση για την αποπομπή του (κοσμαγάπητου) Αλέφαντου, στους παίκτες, στους πάντες γενικά, είδε τον Ίλια Ίβιτς να πετυχαίνει χατ τρικ, είδε ένα από τα σπάνια γκολ με την «ερυθρόλευκη» του Ρασίντ Γιεκινί, τους δύο δηλαδή που, κατά τον Αλέφαντο, όταν αποκτήθηκαν, «θα έριχναν τα τσιμέντα», είδε τον Ελληνοαυστραλό Στιβ Ρεφενέ να κάνει δύο ασίστ και τον Ολυμπιακό, εξαργυρώνοντας το αριθμητικό του πλεονέκτημα από το ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, να μετατρέπει το επισφαλές 2-1 του πρώτου στο επιβλητικό τελικό 6-1.
Γενικά είδε όσα μπορούσε και χρειαζόταν να δει. Την επομένη μάλιστα δημοσιοποιήθηκε η πληροφορία πως έφευγε έχοντας αποδεχτεί την ηγεμονική πρόταση του Σωκράτη Κόκκαλη και πως θα επέστρεφε αναλαμβάνοντας πια την τεχνική ηγεσία των «Ερυθρολεύκων», με απολαβές που θα έφταναν τα 170 εκατ. δραχμές ετησίως.
Μάλιστα, γνωστοποιήθηκε πως, στο πλαίσιο της εξαιρετικής -μέχρι τότε- επαφής των δύο πλευρών, ο ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού είχε ζητήσει από τον Βενγκέρ να του φτιάξει ένα πλάνο αντιμετώπισης της Μαρσέιγ εν όψει του επαναληπτικού στο Vélodrome. Ο Αλσατός το έκανε, με τον ίδιο τον Κόκκαλη να αναλαμβάνει την παρουσίασή του, χωρίς όμως πρακτικό αποτέλεσμα (οι Μασσαλοί επικράτησαν και στο δεύτερο παιχνίδι με 3-0).
Και όντως ο Αλσατός επέστρεψε. Όχι όμως για να αναλάβει αλλά για να… ψάξει. Σύμφωνα τουλάχιστον με όσα ο ίδιος αποκάλυψε σε εφημερίδες της εποχής, ήρθε ξανά στην Αθήνα στις 6 Οκτωβρίου, αναζητώντας τον Σωκράτη Κόκκαλη για να τα πουν, εκ νέου, τετ α τετ.
Ο ιδιοκτήτης όμως του Ολυμπιακού ήταν απασχολημένος με το (τότε) στολίδι του συλλόγου, το μπασκετικό τμήμα, και την παρουσίαση των δύο μεγάλων μεταγραφικών αποκτημάτων του, τον Έντι Τζόνσον και τον Σάσα Βολκόβ.
Το «Έθνος» στις 11 Οκτωβρίου κυκλοφόρησε με δηλώσεις του Αλσατού, ο οποίος δημοσιοποιούσε τον προ πενθημέρου δεύτερο ερχομό του στην πρωτεύουσα:
-«Αληθεύει ότι δώσατε αρνητική απάντηση στον Ολυμπιακό»;
-«Όχι, περιμένω ο Ολυμπιακός να μου δώσει την απάντησή του».
-«Δηλαδή εσείς συμφωνείτε να έρθετε στον Ολυμπιακό»;
-«Τα έχω πει όλα στον κ. Κόκκαλη και τον κ. Λούβαρη. Φαίνεται ότι δεν μιλάω καλά και δεν με καταλαβαίνουν».
-«Αληθεύει ότι ζητήσατε προθεσμία από τον κ. Κόκκαλη για να απαντήσετε αν δέχεστε να αναλάβετε την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού»;
-«Ναι, ζήτησα μια-δυο μέρες. Κι αυτό, όχι γιατί διαπραγματεύομαι με άλλη ομάδα αλλά γιατί ήθελα να το σκεφτώ. Για μένα είναι απόφαση ζωής να αναλάβω τον Ολυμπιακό. Δεν είναι μόνο η αλλαγή ομάδας αλλά και χώρας».
-«Τελικά θα έρθετε στον Ολυμπιακό»;
-«Προσωπική εκτίμησή μου είναι ότι όλα έχουν τελειώσει. Περιμένω τον Ολυμπιακό να μου πει αν δέχεται τους όρους μου».
Δεν ανακάλυπτε την… Αμερική ο Αλσατός. Είχε έρθει στην Αθήνα αναζητώντας συνομιλητές και δεν βρήκε κανέναν. Πέντε μέρες μετά παραδεχόταν αυτή την εξέλιξη, θεωρώντας πως δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα επαφών και επικοινωνίας.
Ο ίδιος δεν θέλησε να “χρεωθεί” το ατελέσφορο των διαπραγματεύσεων. Θρυλείται πως οι αξιώσεις του -παρότι αποτέλεσαν για χρόνια τον οδικό χάρτη για πολλά στην αγωνιστική και οργανωτική καθημερινότητα του Ολυμπιακού– ξέφευγαν από τον ρεαλισμό της εποχής και του τότε στάτους των «Ερυθρολεύκων».
Ένα δεκαήμερο μετά από εκείνες τις δηλώσεις οι «Ερυθρόλευκοι» ανακοίνωσαν τη συμφωνία τους με τον Τάις Λίμπρεχτς. Απλώς έβγαλε τη σεζόν ο Ολλανδός, προτού απομακρυνθεί και τον διαδεχτεί το καλοκαίρι του ’95 ο Σταύρος Διαμαντόπουλος και μεσούσης της σεζόν 1995-1996 ο υπηρεσιακός Τάκης Περσίας.
Ο Βενγκέρ, παρότι τότε όχι στην κορυφογραμμή της ευρωπαϊκής προπονητικής, είχε από τότε τον τρόπο του να γοητεύει τα υψηλά ποδοσφαιρικά κλιμάκια. Αμέσως μετά την τυπική ολοκλήρωση των συζητήσεών του με τον Ολυμπιακό βρέθηκε σε σειρά σεμιναρίων της FIFA ως αναλυτής του προηγούμενου Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Εκεί εντυπωσίασε τους εκπροσώπους μιας εκ των μεγάλων χορηγών της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (και βασικών χρηματοδοτών του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Άπω Ανατολής που θα γινόταν σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα οκτώ χρόνια αργότερα), την Toyota.
Η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία ήταν η βασική χρηματοδότρια της Nagoya Grampus Eight. Μετά από “ψηστήρι” δύο μηνών κατάφερε να πείσει τον λεπτολόγο Αλσατό (ανέλυσε διεξοδικά τα πάντα, προτού πει το «ναι») για να μετακομίσει στη «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου».
Τον Δεκέμβριο του ’94 υπέγραψε διετές συμβόλαιο έναντι 75 εκατ. γεν ετησίως, πάνω κάτω δηλαδή -σύμφωνα με τις ισοτιμίες της εποχής- απολαβές ανάλογες εκείνων που του πρόσφερε ο Ολυμπιακός, ολοκληρώνοντας μια από τις πλέον παράδοξες για την εποχή (αλλά και αναδρομικά εξετάζοντάς την) επιλογή καριέρας.
Παραδοξότητα που υπογραμμίστηκε πολύ σύντομα, αφού, πάλι φθινόπωρο, πάλι Σεπτέμβριο, αυτό του ’96 πια, η Άρσεναλ τού χτύπησε την πόρτα. Ένας… πουθενάς, ένας… πουθενάς στη νιοστή για τους σοβινιστές ποδοσφαιρικά Άγγλους, οι οποίοι εκτός του Νησιού τους -πολλαπλάσια περισσότερο τότε- δεν (ανά)γνώριζαν τίποτα και κανέναν, καλούνταν από το… πουθενά για να αναλάβει τους προβληματικούς και σε παρακμή «Κανονιέρηδες».
Ανακοινώθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου, ξεκινώντας τη ριζική, γονιδιακή αναδιοργάνωση των Λονδρέζων, την ίδια ακριβώς εποχή που είχε αρχίσει και η αντίστοιχη του Ολυμπιακού, με τους «Ερυθρολεύκους» να έχουν πια στον πάγκο τους τον Ντούσαν Μπάγεβιτς, σε μια συμφωνία και πρόσληψη που άλλαξαν τη ρότα του συλλόγου αλλά και εκ νέου, δομικά, το τοπίο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τα υπόλοιπα, όσα ακολούθησαν, ιστορία. Αυτή του φλερτ του Βενγκέρ με τον Ολυμπιακό υπαρκτή και δεδομένη, παρότι πολλές φορές -λόγω του τι έφτασε να αποτελεί ο Αλσατός στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα στον 21ο αιώνα- φλερτάρει με τη μυθολογία.
Προφανώς όμως δικαιολογημένα (μπορεί να) αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα, με πιθανότατα παγκόσμιο αντίκτυπο, what if.
Και, ναι, με τα «αν» ιστορία μπορεί να μην γράφεται, αλλά κάποια από αυτά τα αναθεματισμένα φτιάχνουν μερικές φοβερές ιστορίες.