Με νίκη πλησιάζει ξανά - με απώλειες χάνεται και αυτός (Πιθανή εντεκάδα)
Ο Άρης είναι το φαβορί κόντρα στην ΑΕΛ σε ένα ματς που η νίκη είναι μονόδρομος
Ακολουθήστε μας στο Google news
Για τον Εβάν Φουρνιέ, το μότο ζωής, ζωγραφισμένο στο εσωτερικό των καρπών του, περιορίζεται σε δύο άλλες λέξεις με την ίδια κατάληξη.
«Intensité», «Régularité».
«Ένταση», καλύτερα «δύναμη», «ισχύς» θα λέγαμε. Και «συνέπεια», «ακρίβεια», (ακόμα καλύτερα) «σταθερότητα». Οι έννοιες που κληροδοτήθηκαν από τους αθλητές γονείς και αποτυπώθηκαν με μελάνι στο δέρμα του, όταν έγινε 18 ετών. Πάνω του, για να τις βλέπει κάθε στιγμή και να μην αποκλίνει (επίσης) στιγμή από το πρόγραμμα του πρωταθλητισμού.
Δύο αιώνες μετά τη θανάτωση του Ροβεσπιέρου (που πρώτος χρησιμοποίησε το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης) σε γκιλοτίνα στο κέντρο του Παρισιού, στην ίδια πόλη γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1992 o Εβάν Μεχντί Φουρνιέ. Στο Σεν Μορίς, για την ακρίβεια. Το προάστιο όπου είδε επίσης το πρώτο φως πολύ νωρίτερα ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά και ελάχιστα αργότερα ο ποδοσφαιριστής Αντριάν Ραμπιό.
Γνωστός στην αθλητική πιάτσα ο ίδιος ως μπασκετμπολίστας. Ως ένας από τους συνεπέστερους σουτέρ και γενικότερα σκόρερ της εποχής μας.
Με όπλο το μακρινό σουτ, αλλά βάζοντας με την ίδια άνεση την μπάλα κάτω και πηγαίνοντας προς το καλάθι. Ακόμα και κινούμενος μακριά από την μπάλα. Άκρως επιτυχημένος στο ΝΒΑ, αλλά και με τη δίψα της διάκρισης στην Ευρώπη μέσω του Ολυμπιακού ως βετεράνος. Γάλλος αλλά και Αλγερινός.
Μεχντί. Το μεσαίο του όνομα, υπενθύμιση των ριζών του από το ορεινό Σουκ Αχράς. Η άλλοτε Ταγάστη της Νουμιδίας, λίγο μέσα από τα σύνορα με την Τυνησία. Μέτοικοι (πού αλλού;) στη Μασσαλία οι συγγενείς του από την πλευρά της μητέρας του. Εξ ου και η ποδοσφαιρική αγάπη του για τη Μαρσέιγ. Η μητέρα του, Μεριέμ Μοκτάα, αγάπησε το τζούντο. Ανέβηκε στο Παρίσι για να φοιτήσει στην περίφημη (κρατική) αθλητική ακαδημία, INSEP, αγάπησε και τον Φρανσουά Φουρνιέ. Επίσης τζουντόκα.
Η ιστορία του Εβάν ξεκινάει πάνω στο τατάμι…
Ρεμπέ (rebeu) λοιπόν. Στη γαλλική αργκό, ο νεαρός με ρίζες από το Μαγκρέμπ. Τοπ επιπέδου τζουντόκα αμφότεροι οι γονείς. Ο μπαμπάς και με Χρυσό στο Ευρωπαϊκό του 1984, πέρα από τετράκις Πρωταθλητής Γαλλίας. Τους ακολουθεί στις προπονήσεις και τους αγώνες. Μυρίζει αποδυτήρια (και τον εμετό του συναθλητή τους, Στεφάν Τρενό, από την υπερπροσπάθεια μια φορά), συνηθίζει στον κόπο και τον μόχθο του (Πρωτ)αθλητή.
Αρχαιολόγος ήθελε να γίνει μικρός, αλλά κατά βάθος, όταν έπιασε την πορτοκαλί μπάλα στα επτά του, ήξερε ότι θα γίνει μπασκετμπολίστας. Εκεί, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ο Φουρνιέ ξεφούρνισε κι ότι θα παίξει στο ΝΒΑ, όταν μεγαλώσει. Μπράβο διορατικότητα ο «Βαβάν»!
Τον αποκαλούσαν ακόμη με το παιδικό χαϊδευτικό του, όταν προσπαθούσε να παίξει με τον υπολογιστή του σπιτιού, δίχως να το καταφέρνει. Υπήρχε κωδικός πρόσβασης. Μερικές ημέρες αργότερα η μαμά Μεριέμ τού τον αποκάλυψε. Η λέξη που έψαχνε ο μικρός ήταν «TRAVAIL».
«Δουλειά». Αυτή που θα τον καθιστούσε επιτυχημένο με όποιο άθλημα καταπιανόταν, κατά πώς αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφική σειρά (εννιά επεισοδίων στο «YouTube») «Fournier For Real».
Σε ποδοσφαιρική ομάδα είχε πρωτοπάει στη γειτονιά του, αλλά οι εγγραφές είχαν κλείσει. Μεταπήδησε στο μπάσκετ από σπόντα κι έμεινε. Έπαιζε και πλέι μέικερ στην τοπική Σαρεντόν, έβαζε και την μπάλα στο καλάθι με χαρακτηριστική ευκολία. Ξεχώριζε εμφανώς. Ακόμα και εμφανισιακά. «Κοριτσάκι» τον φώναζαν, ελέω του μακριού μαλλιού. Στα 15 του έγινε δεκτός κι ο ίδιος στην INSEP. Χωρίς μέσον, κι ας ήταν ο μπαμπάς Φρανσουά πλέον Ομοσπονδιακός τεχνικός.
Ακόμα και τότε, ο Εβάν έβλεπε μπροστά. «Θα μείνω δύο χρόνια, θα βρω μετά μια ομάδα να παίζω στη δεύτερη κατηγορία, πιο μετά μία στην πρώτη κι έφυγα. Για ΝΒΑ», διαμήνυε στους κοντινούς του. Όπερ και εγένετο.
Στην αθλητική ακαδημία λοιπόν για δύο χρόνια. Η έμφαση στις τελευταίες λεξούλες. Μονάχα ο Τόνι Πάρκερ την είχε κάνει, προτού ολοκληρωθεί η μίνιμουμ τριετής φοίτηση. Την έκανε κι ο Φουρνιέ, κατά τ’ άλλα τύπος και υπογραμμός στο πρότυπο σχολείο. Δεν έχασε μέρα μαθήματος στην τάξη, εξασφάλιζε στη ζούλα το κλειδί της σάλας για νυχτερινές ατομικές προπονήσεις, κόντραρε στα ίσια από τα 15 του κανονικούς παίκτες στην τρίτη κατηγορία (όπου συμμετείχε το INSEP).
Έφυγε για την Ναντέρ της δεύτερης τη τάξει κατηγορίας. Παριζιάνικος σύλλογος που κατάπινε κατηγορίες, ακόμα πιο κοντά στο σπίτι του. Πρόεδρος και προπονητής, δηλαδή πατέρας και γιος Ντοναντιέ, από το 1987 στο κουμάντο! Ο Φουρνιέ ψηφίστηκε καλύτερος νέος παίκτης της Pro B κι αμέσως αναζήτησε κάτι παραπάνω.
Πουατιέ στην Pro A. Για να γίνει και στα “σαλόνια” ο καλύτερος νέος παίκτης, για να ψηφιστεί και ο πιο βελτιωμένος, εκτινασσόμενος από τους 6.2 πόντους στους 14. Αρκετές ήταν κι εκεί δύο σεζόν. Οι ΗΠΑ τον καλούσαν.
Έχοντας συστηθεί στο αμερικανικό κοινό μέσω του περίφημου ετήσιου αγώνα Nike Hoop Summit το 2011 στο Πόρτλαντ, όπου και τον είχε υποδεχτεί ο συμπατριώτης και σταρ των Μπλέιζερς, Νικολά Μπατούμ, ο Φουρνιέ ντραφταρίστηκε το επόμενο έτος από τους Νάγκετς.
Το παιδάκι που έπαιζε στα ανοιχτά γήπεδα με τη φανέλα του Κέβιν Γκαρνέτ στη Μινεσότα ήταν πια ένας σχεδόν δίμετρος γκαρντ-φόργουορντ που μπορούσε να φτιάξει τη δική του φάση. Εξαιρετική επαφή με το καλάθι, work in progress πάντως το τρίποντο.
Work, όπως λέμε travail. Το δούλεψε κι αυτό, έγινε ένας από τους πιο αξιόπιστους σουτέρ του ΝΒΑ. Αυτός. Που είχε ποσοστά πολύ κάτω του 30% στο Γαλλικό Πρωτάθλημα! Έφτιαξε γλυκιά και γρήγορη εκτέλεση, έφτασε να βάζει ακόμα και 10 τρίποντα σε έναν αγώνα.
Το Ντένβερ ήταν για την καθιέρωση. Αφού βρήκε χρόνο με προπονητή τον στριφνό και σπανίως υπομονετικό με τους εκάστοτε ρούκι του, Τζορτζ Καρλ, θα έβρισκε παντού. Τινέιτζερ ήταν ακόμη, όταν πέρασε τον Ατλαντικό για μόνιμη μετακόμιση. Προς το τέλος της πρώτης χρονιάς βρήκε ικανό χρόνο ώστε να ρίξει και μια 20άρα. Στη δεύτερη βελτιώνει ελαφρώς τα νούμερά του και παίζει πια 20 λεπτά ανά ματς.
Το Ορλάντο ήταν για την εκτόξευση. Πήρε και το «10», προς τιμήν του αγαπημένου του παίκτη. Του Μάικ Μπίμπι (!), πόιντ γκαρντ των Κινγκς σε εκείνο το θεαματικό σύνολο με Γουέμπερ, Στογιάκοβιτς, Ντίβατς. Αντάλλαγμα για τον Άρον Αφλάλο, κόλλησε στη Φλόριντα. Έκανε και κολλητή φιλία με τον Μαυροβούνιο σέντερ, Νικόλα Βούτσεβιτς. Οι δυο τους πήγαν το πικ εν ρολ σε άλλο επίπεδο. Έγινε σύντομα βασικός, όταν δε (το 2016) έφυγε με τρέιντ ο Βίκτορ Ολαντίπο, άλλαξε level. Παίκτης των 17 και 18 και 19 πόντων μέσο όρο, με διάφορα plays προσαρμοσμένα πάνω του, με νέα συμβολαιάρα 85 εκατ. δολαρίων.
Η ζωή στην ηλιόλουστη πόλη της Φλόριντα ήταν ωραία. Όχι όμως όσο εκείνη στη Νέα Υόρκη. Σε κάθε ταξίδι προς την προς βορρά μητρόπολη, δεν ήθελε να γυρίσει πίσω –ή να συνεχίσει για άλλο μέρος, στις συχνές εκτός έδρας ανατολικές τουρνέ. Το 2021, πρώτη φορά στην καριέρα του στις ΗΠΑ που ήταν ελεύθερος, πήρε την κατάσταση στα χέρια του.
Είχε μεσολαβήσει ένα περίεργο -σκάρτο- δίμηνο στη Βοστώνη. Συστήθηκε με 0/10 σουτ σε μια άποντη εμφάνιση 33 λεπτών, μα λίγες ημέρες αργότερα έβαζε επτά τρίποντα -και 20 πόντους στην τελευταία περίοδο με απόλυτη ευστοχία- στους Ρόκετς. Στις 16 εμφανίσεις του στη ρέγκιουλαρ σίζον σούταρε με 46.3% από τα 7.25! Στα πλέι οφ ανέβηκε στους 15.4 πόντους, μα… κατέβηκε από αυτά από τον πρώτο γύρο –όπως και στις τρεις προηγούμενες συμμετοχές του σε ποστ σίζον.
Η Νέα Υόρκη πλέον ήταν για το μεγαλείο. Και για την πίκρα του παραγκωνισμού, από ένα σημείο και μετά. Έπιασε «Μεγάλο Μήλο» μέσω sign-and-trade και τρέλανε το Madison Square Garden στο ντεμπούτο του. Πώς ήταν εκείνο προ μηνών με τους Σέλτικς; Ε, καμία σχέση.
Με πέντε πόντους στο τελευταίο λεπτό της κανονικής διάρκειας και άλλα τέσσερα τρίποντα στην παράταση (!), οδήγησε τους Νικς στη νίκη. Επί των… Σέλτικς. Μπήκε κυριολεκτικά με τη μία στην καρδιά του απαιτητικού νεοϋορκέζικου κοινού, όχι τόσο όμως και στην καρδιά του Τομ Θίμποντο.
Ποτέ του δεν ήταν ο σούπερ αμυντικός, ποτέ του όμως δεν “έκλεβε” κιόλας. Το θέμα είναι ότι ο κόουτς επιζητούσε κάτι καλύτερο σχετικά και στη σεζόν 2022-23 πάρκαρε στον πάγκο εκείνον που είχε σπάσει το ρεκόρ συλλόγου για τα εύστοχα τρίποντα στην αμέσως προηγούμενη! Ανακούφιση για τους… Σέλτικς, στους οποίους είχε βάλει δις 32 πόντους, πριν τους εκτελέσει και με 41 και με 10/14 τρίποντα.
Ξενερωμένος από την -δίχως προπονητική κατά πρόσωπο εξήγηση- εξαφάνισή του από το ροτέισιον επί μακρόν, κατέληξε τον Φεβρουάριο του 2024 στο Ντιτρόιτ. Ίσα για να ξεσκουριάσει, ίσα για να λειανθεί το έδαφος για την έλευσή του στην Ελλάδα. Οικονομικά, είχε βγάλει στην καλύτερη λίγκα του πλανήτη 145 εκατ. δολάρια. Αγωνιστικά, του έλειπε το κίνητρο. Ο πρωταθλητισμός.
Πρώτα όμως είχε Ολυμπιακούς Αγώνες. Είχε Εθνική…
Ασημένιος στην ιδιαίτερη πατρίδα του το 2024, ο Παριζιάνος σκόρερ έμεινε πιστός με την «μπλε» παρέα του τόσο ως προς το ανέβασμα στο βάθρο όσο και ως προς το χρώμα του μεταλλίου κατά την τρέχουσα δεκαετία. Φιναλίστ στους Ολυμπιακούς, όπως και στους προηγούμενους του Τόκιο. Όπως και στο Ευρωμπάσκετ 2022 στο Βερολίνο. Τότε που έκανε τα πάντα στον Τελικό με την Ισπανία, σημειώνοντας 23 πόντους, αλλά δεν είχε συμπαράσταση.
Την προηγούμενη δεκαετία ανέβαινε ως τρίτος στο βάθρο. Και στο Ευρωπαϊκό του 2015 επί πατρίων εδαφών και στα Παγκόσμια του 2014 και του 2019. Το ’15 ισχυρίζεται πως έζησε τη χειρότερη εμπειρία του με την μπλε φανέλα. Η ήττα του ημιτελικού μέσα στη Λιλ, από τη «Roja» του σεληνιασμένου Πάου Γκασόλ της 40άρας. Στην παράταση.
Ακόμα χειρότερα ένιωσε την επόμενη χρονιά. Απλώς δεν είχαμε να κάνουμε με… εμπειρία, διότι δεν κλήθηκε καν. Τον έκοψε ο Βενσάν Κολέ, επειδή δεν είχε πάει στο Προολυμπιακό της Μανίλας. Διαπραγματευόταν νέο συμβόλαιο στο Ορλάντο, ταυτόχρονα όμως προπονούνταν σαν τρελός καθημερινά. Δεν ήθελε με τίποτα να χάσει το ραντεβού των Ολυμπιακών του Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Ο Κολέ δεν μάσησε και άφησε εκτός αποστολής τον ίδιο παίκτη που δεν είχε συμπεριλάβει και σε εκείνη του Ευρωμπάσκετ 2013. Ναι μεν ο Εβάν ήταν ακόμη μικρός και ανερχόμενος, αλλά έχασε το Χρυσό μετάλλιο που κυνηγάει σε όλη του την καριέρα. Ακόμα και με τις “πιο μικρές δεν γίνεται” Εθνικές.
Μικρό παιδί φόρεσε το γαλλικό εθνόσημο. Στα 14 του.
Σε ένα τουρνουά Παμπαίδων στο Ούντινε αντιμετώπισε την Ελλάδα και έχασε 84-80 από την ομάδα του Γιώργου Μαυρογιάννη (23 π., ταλέντο που χάθηκε) και Λίνου Χρυσικόπουλου (19 π. και με σημαντική καριέρα, αλλά χωρίς την εξέλιξη που θα άρμοζε στο τότε παιδί-θαύμα). Εν αντιθέσει με το πού έγινε το ματς και πόσο ήρθε, τα ονόματα αμφότερων των αντιπάλων του τα θυμήθηκε εν έτει 2024, μιλώντας στην «Cosmote TV»!
Το 2009 ως Έφηβος οδήγησε τη Γαλλία στο δεύτερο σκαλοπάτι του Ευρωμπάσκετ και ψηφίστηκε στην καλύτερη πεντάδα, το 2011 ως Νέος την οδήγησε στο τρίτο. Και ήταν πάλι στους πέντε κορυφαίους παίκτες.
Ως Άνδρας, η σχέση του με τον Κολέ πέρασε από χίλια κύματα, δίχως να χαθεί ο αμοιβαίος σεβασμός. Εν μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων του 2024 και μετά τις απογοητευτικές εμφανίσεις των «Μπλε» στον όμιλο της Λιλ, ο Φουρνιέ έκραξε δημοσίως τον προπονητή του. Δεν έχασε όμως τη θέση του στο ροτέισιον και η κατάληξη ήταν ένας ακόμα Τελικός –χάρη και στο δικό του ξέσπασμα στον προημιτελικό με τον Καναδά (15 π.).
Liberté, Egalité… Ελεύθερος το λοιπόν από το ΝΒΑ, το 2024 πιάνει λιμάνι. Ελληνικό. Και δεν το παίζει ντίβα, αλλά λειτουργεί κάτι παραπάνω από ισότιμα (sic) με κάθε άλλο μέλος του Ολυμπιακού. Επιζητεί την κανονικότητα, τη σταθερή και όχι σποραδική συμμετοχή, σε ένα σύνολο με τους υψηλότερους δυνατούς στόχους. Συστήνεται στο πρώτο του φιλικό δίχως πόντο αλλά με οκτώ ασίστ –και συνεχίζει ανάλογα. Υπέρ το δέον ομαδικός, αφήνει το παιχνίδι να έρθει προς το μέρος του.
Για να έρθει ο ίδιος ο Φουρνιέ στον Ολυμπιακό, χρειάζεται απλώς το σωστό τάιμινγκ. Γνωστή η δήλωσή του από το 2022, περί της βούλησής του να φορέσει ερυθρόλευκα, όταν γυρίσει στην Ευρώπη. Δήλωση εκπορευόμενη από την εντυπωσιακή παρουσία του κόσμου του συλλόγου στο Final 4 του Βελιγραδίου. Από άλλο Final 4 ωστόσο βαστούσε η συμπάθειά του για την ελληνική ομάδα.
Πίσω στο 2010, οι τέσσερεις καλύτερες ομάδες της Ευρωλίγκας δίνουν ραντεβού στο Παρίσι. Ο Παριζιάνος Φουρνιέ, της παριζιάνικης Ναντέρ, δεν γίνεται να μην πάει στο Bercy. Ούτως ή άλλως, ο αγαπημένος του Ευρωπαίος παίκτης είναι εκείνη την εποχή ο Θοδωρής Παπαλουκάς. Ένας ακόμα πόιντ γκαρντ, όπως ο Μπίμπι του Σακραμέντο…
Ούτε εκείνη η βερσιόν των Πειραιωτών κατακτά την Ευρώπη. Δημιουργεί ωστόσο… διεθνείς φαν και ο συγκεκριμένος δεν την ξεχνάει ποτέ. Φεύγοντας το ίδιο καλοκαίρι για την Πουατιέ, ο «Βαβάν» σμίγει με έναν συνομήλικό του σέντερ εκεί. Μουσταφά Φαλ το όνομά του. Αρχικά μάλιστα ο ψηλός παραμένει στη Β’ ομάδα. Ανεβαίνει έναν χρόνο αργότερα.
Ξανασμίγουν, πέραν της Εθνικής τους (στις αποστολές της οποίας συγκάτοικος για δύο καλοκαίρια του Φουρνιέ είναι άλλος σέντερ, ο «πράσινος» Ματίας Λεσόρ), στον Πειραιά. Ο «Μους» είναι και ο λόγος που ο φίλος του δεν μπορεί να πάρει πάλι το «10», επανερχόμενος στο «94» του Ντένβερ, της Βοστώνης και του δικού του παριζιάνικου διαμερίσματος.
Όταν πήγαινε σχολείο, αγαπούσε περισσότερο την Ιστορία. Και τη Μυθολογία, έχοντας για αγαπημένους του ήρωες τον Ηρακλή και τον Περσέα. Ερχόμενος στην Αθήνα, ένα από τα πρώτα του ποσταρίσματα ήταν για το φανταστικό σουβλάκι του… «Αχιλλέα». Πάντα εξωστρεφής και διαδραστικός με τους φιλάθλους, ζήτησε συμβουλές και για κομμωτήριο αλλά και για βιβλιοπωλείο στη νέα του γειτονιά.
Ελληνική πια régularité.
https://athletestories.gr/