Με νίκη πλησιάζει ξανά - με απώλειες χάνεται και αυτός (Πιθανή εντεκάδα)
Ο Άρης είναι το φαβορί κόντρα στην ΑΕΛ σε ένα ματς που η νίκη είναι μονόδρομος
Ακολουθήστε μας στο Google news
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τις ένδοξες και μεγάλες στιγμές της, κατάντησε ένα κακέκτυπο, μια εκχυδαϊσμένη εκδοχή του εαυτού της. Οι Ρωμαίοι διαβρώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που έγιναν ελεεινοί, αήθεις, καταστρέφοντας ό,τι έχτισαν.
Όταν η Ρεάλ Μαδρίτης το καλοκαίρι του 2003 αποφάσισε να πουλήσει τον Κλωντ Μακελελέ για να αγοράσει τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, η Ρεάλ άρχισε να φθίνει.
Από την ένδοξη και άκρως επιτυχημένη φάση της, πέρασε βαθμηδόν στην εποχή της παρακμής και της ασυδοσίας. Από ένα σημείο κι έπειτα, οι “galacticos” έμοιαζαν στου Ρωμαίους πατρικίους που περιγράφει ο «διαιτητής της κομψότητας» Πετρώνιος στο Σατυρικόν.
Ο μοναδικός που αντιτάχθηκε στο πανηγυρικό κλίμα της Μαδρίτης, ήταν ο Ζινεντίν Ζιντάν. Με αρκετή δόση πικρίας για την απόφαση να πουληθεί ο ομοεθνής του, δήλωσε «κάνουμε δεύτερη επίστρωση με χρυσό βερνίκι στο αμάξωμα της Bentley τη στιγμή που χάνουμε το μοτέρ».
Ο σοφός Ζιζού είχε διαγνώσει αυτό που οι υπόλοιποι αντιλήφθηκαν αργότερα. Δεν μπορεί να υπάρξει ομάδα μόνο με μεγάλους σταρ, δεν γίνεται να ανατραπούν οι βασικές σταθερές στο ποδόσφαιρο, επειδή το κοινό και το marketing θέλει μόνο “galacticos“.
Με τον Μακελελέ κεντρικό πνεύμονα στα χαφ , οι merengues κατέκτησαν επτά τρόπαια σε τρία χρόνια. Χωρίς τον Μακελελέ μηδέν. Σημασία πια δεν είχε τι συνέβαινε στο χορτάρι, αλλά πόσες φανέλες πουλήθηκαν, πόσοι τουρίστες επισκέφτηκαν το Bernabeu και ο ετήσιος ισολογισμός.
Μπορεί ο Φλορεντίνο Πέρεθ να είχε υποσχεθεί στους madridistas μια ομάδα “Zidane y Pavones“, δηλαδή μια Ρεάλ με Ζιντάν και προϊόντα των ακαδημιών της, τελικά όμως το μόνο που κατόρθωσε ήταν να φτιάξει μια ομάδα με πολλούς «Ζιντάν» και ελάχιστους «Παβόν».
Κι όταν ο Ζιντάν μπήκε στην «ελληνιστική» του περίοδο για να τεθεί κομψά, το σύμβολο εκείνης της ομάδας δεν έγινε ούτε ο Μπέκαμ, ούτε κάποιο φανταχτερό όνομα που πληρώθηκε αδρότατα για να «εξυπηρετήσει το πλάνο».
Το αφανές σύμβολο της πιο επιτυχημένης ομάδας όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο που έβλεπε το άστρο της να δύει, έγινε ο λιγότερο γαλαξιακός από τους “galacticos”, ο Χοσέ Μαρία Γκουτιέρεθ Ερνάντεθ. Ή απλώς, ο Γκούτι.
«Μοδάτος», το μαλλί meches και «ατάκτως τακτοποιημένο» προς τα πίσω, ίσα για να πιάνεται στο κοτσιδάκι σαν δεματιά. Ήταν πάντα μαυρισμένος, φορούσε πολλά σκουλαρίκια, έβγαζε τα φρύδια του.
Για κάποιο λόγο, πάντα την πλήρωνε εκείνος, πάντα γινόταν αποδέκτης των παραπόνων, του θυμού, ακόμα και της κακοήθειας.
Τον είχε πρωτολανσάρει ο Ντελ Μπόσκε το 2001, μας είχε συστηθεί ως ένας ακόμα επιθετικός. Στη θέση του τραυματία Μοριέντες έπαιξε άλλωστε και μάλιστα με επιτυχία όπως μαρτυρούν τα 14 γκολ του.
Οι βιαστικοί από τότε είχαν εκδώσει την ετυμηγορία τους: «η Ισπανία και η Ρεάλ βρήκαν τον επιθετικό που θα αφήσει εποχή». Μόνιμη επωδός και «θεσμική» υποχρέωση κάθε που φορούσε τη λευκή φανέλα κάποιος πιτσιρικάς. Οι ίδιες υπερφίαλες κρίσεις έγιναν και για τον Πορτίγιο, τον Καγεχόν, τον Μοράτα, τον Μπόρχα Μαχοράλ.
Προσοχή, δεν έφταιγαν οι νεαροί ποδοσφαιριστές. Ο «μηχανισμός» απαιτούσε το νέο, το «ντόπιο», το εξεζητημένο. Με το παράδοξο ότι την ίδια στιγμή αγόραζε και από έναν “galactico” που έπρεπε (πάντα) να παίζει και έφραζε το δρόμο σε οποιονδήποτε νεαρό, φιλόδοξο και ταλαντούχο Ισπανό.
Ο Γκούτι όμως ήταν διαφορετικός από τους άλλος. Ήρθε ο Ζιντάν και για να βρει μια θέση στον ήλιο έγινε κατ’ ανάγκην επιθετικός. Μετά όμως ήρθε ο Ρονάλντο κι έπρεπε να μάθει να παίζει πιο πίσω. Προπόνηση, προπόνηση και ξανά προπόνηση. Στην Εθνική τον έβαλαν στα χαφ, αποφάσισε ότι εκεί μονάχα έχει την πιθανότητα να επιβιώσει στον οργανισμό της Ρεάλ. Μόνο που έφτασε και ο Μπέκαμ.
Ο Γκούτι έπρεπε κατ’ ανάγκην να γίνει και Μακελελέ. Στο μέτρο του δυνατού, στο μέτρο του εφικτού. Έπρεπε να τρέχει και για τον Άγγλο σταρ, να κατορθώσει να κρατήσει τη μεσαία γραμμή ολόκληρης Ρεάλ που για δικούς της λόγους έπαιζε με ένα ακραία τεχνικό δίδυμο χαφ, τόσο soft που οι «σκληρές» ομάδες το έλιωναν σαν βούτυρο.
Επιβίωσε και εκεί ο Γκούτι. Σε μια αμυντική λειτουργία που βασίζετο στις «προσευχές» και σε έναν πρωτόγνωρο ωχαδερφισμό «γιατί θα βάλουμε περισσότερα μπροστά». Ο Γκούτι κατάλαβε πρώτος ότι για να έχει πιθανότητες επιτυχίας το τρελό εγχείρημα, η μπάλα έπρεπε να παραμένει όσο περισσότερο γινόταν στα δικά του πόδια και στων συμπαικτών του.
Έγινε ένας δανδής του παρνασσισμού, ένας εκλεπτυσμένος εκφραστής παράξενων φινιρισμάτων, παίζοντας τη μπάλα πάντοτε με μέτωπο στο τέρμα και σχεδόν αποκλειστικά κάθετα. Το στυλ του παιχνιδιού του ήταν πεφωτισμένο, τόσο τεχνικό που το κοινό αδυνατούσε να τον κατατάξει σε κάποια κοινή κατηγορία χαφ.
Οποιοσδήποτε ερωτηθεί για την εποχή των “galacticos” αποκλείεται να τον συμπεριλάβει στα ονόματα που θα αναφέρει. Η πιθανότητα να μην τον σκεφτεί καν, είναι συντριπτική.
Αυτός είναι όμως η κεντρική φιγούρα εκείνης της θρυλικής ομάδας, εκείνου του ανορθόδοξου πειράματος. Γιατί ήταν ο μοναδικός που στο «Σατυρικόν» έπαιξε τον άχαρο ρόλο ήταν ο Γκούτι.
Οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να ξεδιπλώσει το ταλέντο του στην ολότητά του. Έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία της ομάδας, έμεινε «ημιτελής» σε προσωπικό επίπεδο με τίμημα να μην ανήκει σήμερα στο πολύ κλειστό club με τους καλύτερους.
Σπατάλησε το ταλέντο του, αλλά με την πάροδο των ετών και εν τη απουσία του, όταν τα φώτα έσβησαν και οι “galacticos” ξαναέγιναν «κανονική» ομάδα, στο απαιτητικό κοινό του Bernabeu έλειπε η οξυδέρκειά του, η απίστευτη ικανότητα αλλαγής ρυθμού, οι μεταβιβάσεις του και κυρίως οι assists του.
Η πάσα έγινε το μοναδικό του μέσο έκφρασης, ο τρόπος για να πάρει τα ψίχουλα που του αναλογούσαν. Πάσες απροσδόκητες, δύσκολες, πάντα η λιγότερο ενδεδειγμένη επιλογή. Και ποτέ στο πόδι. Στο χώρο. Στο σωστό χρόνο, στη σωστή στιγμή. Συρτές, κοφτές, με φάλτσα στο μοιρογνωμόνιο.
Το άκρον άωτον της δημιουργικότητας, του ενστίκτου και της ιδιοφυΐας.
Λάτρευε να παίζει με γρήγορους συμπαίκτες που έπαιζαν στο χώρο, ζούσε για το ξεπέταγμα του Ρονάλντο ή του Όουεν που ήξεραν να παίρνουν βάθος και να «κόβουν» όταν πρέπει. Εκείνος είχε φροντίσει πάντοτε να διαγνώσει έγκαιρα την κίνηση, το μυαλό του ήταν δυο κλικ μπροστά.
Φαίνεται εύκολο, αλλά η γραμμική διαδρομή της μπάλας στο χώρο στο ποδόσφαιρο είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα.
Όταν ειδικά η φάση τον συνέδεε με τη μεγαλοφυΐα που λέγεται Ζιντάν, το αποτέλεσμα ήταν χάρμα ιδέσθαι. Ο Γαλλοαλγερινός ζούσε και πέθαινε για το «ξέφωτο», με τη μπάλα εν κινήσει χόρευε και έκανε τις λατρεμένες πιρουέτες του. Ο Γκούτι του την έδινε πάντα σωστά, πάντα εκεί που ήθελε, πάντα με τον τρόπο που εξυπηρετούσε και το θέαμα και την ουσία.
Είναι ελάχιστοι οι ποδοσφαιριστές που διαθέτουν αυτή τη σπάνια ικανότητα, αυτό το χάρισμα να μετατρέπουν το απρόσιτο σε προσιτό. Είναι μια τεχνική ευαισθησία τόσο δυσεύρετη που στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει αντιπαραβολή, γι’ αυτό πέφτουν στο τραπέζι ονόματα «Πίρλο». Αυτές οι πάσες είναι σαν ερωτικό γράμμα, σαν ένας καινούριος κόσμος γεμάτος υποσχέσεις.
Ο Γκούτι δοκίμαζε τα πάντα για να κάνει το ποδόσφαιρο να φαίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο άθλημα. Το προσέγγιζε σαν χορό, σαν φόρμα τέχνης.
Καλλιτέχνη θεωρούσε τον εαυτό του, τις ιδιοτροπίες τους ακολουθούσε. Υποτιμούσε ραγδαία την επαγγελματική πτυχή του ποδοσφαίρου, βαριόταν αφόρητα την καθημερινή τριβή και συν τω χρόνω απώλεσε και το ενδιαφέρον για τις προπονήσεις, διότι τον ενοχλούσε η επαναληπτικότητα και η έλλειψη φαντασίας.
Σαν άλλος Τζόνι Ντεπ στο Libertine, το 2010 δήλωσε με μια κουρασμένη και παρακμάζουσα αύρα ότι ήθελε να αλλάξει εντελώς τη ζωή του. Να πάρει τη μηχανή του και να γυρίσει την Ταϋλάνδη, μακριά από gossip και καθημερινότητα. Δεν μιλάμε καν για το κλισέ του «μποέμ» χαρακτήρα. Είναι κατηγορία μόνος του.
Φώναζε ο «στρατηγός» Φάμπιο Καπέλο την ομάδα να κάνει κύκλο στη σέντρα για βγάλει κάποιον από τους γνωστούς φιλιππικούς του και ο Γκούτι ήταν ο μοναδικός που δεν υπάκουε. Όχι λόγω απειθαρχίας ή επειδή δεν τα πήγαινε καλά με τον προπονητή. Απλώς ο Γκούτι ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι μπροστά από τον πάγκο, είχε βγάλει τη φανέλα του και έκανε ηλιοθεραπεία.
Από ένα σημείο και έπειτα, είχε «δανείσει» τον εαυτό του στο ποδόσφαιρο, ήταν κάτι άλλο, σίγουρα όχι ποδοσφαιριστής.
Τον είχαν κάνει «χρυσό» όταν ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση, να αποδεχτεί τα πετροδόλαρα, να επιμηκύνει την καριέρα του ανέξοδα. Το είχαν κάνει όλοι, εξακολουθούν και το κάνουν. Ο Γκούτι απάντησε «καλύτερα 30 λεπτά σαν αλλαγή στη Ρεάλ, παρά 90 λεπτά οπουδήποτε αλλού». Δεν το τήρησε.
Είναι αληθές ότι προς το τέλος εμφάνιζε κατ’ επανάληψη στοιχεία αγωνιστικού εφησυχασμού. Τα μάτια του λαμπίριζαν μόνο όταν διέβλεπε την πιθανότητα να κάνει το εξεζητημένο, το περιττό. Σταμάτησε να τρέχει, να μοχθεί, έπαιζε αποκλειστικά με την ποιότητα.
Δεν το έχει πει, αλλά είμαι βέβαιος ότι «διάλεγε ματς». Όπως έχουν δηλώσει ο Όουεν και ο Μακμάναμαν, ο Γκούτι είναι ο πιο… μάταιος συμπαίκτης που είχαν ποτέ. Και ο πιο ωραιοπαθής, μιας και ήταν ο μόνος με καθρέφτη στο ντουλάπι των αποδυτηρίων.
Ο νάρκισσος με την καλύτερη πάσα στην ιστορία της Liga.
Είναι φορές που η ταχύτητα σκέψης αρκεί, δεν υπάρχει καλύτερη καλλιτεχνική άδεια από την πρωτοτυπία. Έχει προσπαθήσει να το εξηγήσει ο ίδιος σε μια από τις αρκετές ενδοσκοπήσεις του:
«Σκέπτομαι κάπως ιδιαίτερα, σχεδόν κυνηγάω να διαμορφώσω μια άυλη τέχνη. Όταν έχω τη μπάλα και σηκώνω το κεφάλι, ξέρω πού θα τη στείλω, γιατί με κάποιον τρόπο ξέρω πού θα βρεθούν όλοι. Μπορεί να φαίνομαι αργός στο χορτάρι μερικές φορές, αλλά είμαι γρήγορος στη λήψη αποφάσεων, προλαβαίνω τη στιγμή».
Αυτή η τελευταία του κουβέντα είναι και η ακούσια παραδοχή του ότι υπηρέτησε τέχνη και δεν έπαιξε απλώς ποδόσφαιρο. Όπως οι φωτογράφοι έχουν την εμμονή να φυλακίσουν τη στιγμή για να αγγίξουν μια αόριστη πραγματικότητα πριν εξαφανιστεί.
Αυτό ήταν ο Γκούτι στο γήπεδο, μια «δημιουργική σπατάλη», ένας Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν της πάσας.
Η κλάση και το ταλέντο του έγιναν αντιληπτά όταν την τελευταία του σεζόν στη Ρεάλ εμφανιζόταν ολοένα και σπανιότερα στο γήπεδο.
Η γαλήνη με τους madridistas είχε επιτευχθεί χρόνια νωρίτερα, τα σχόλια για την προσωπική του ζωή είχαν εκλείψει, η συμπεριφορά του είχε πια γίνει αποδεκτή και επεξηγήσιμη.
Είμαι της γνώμης ότι ένας τόσο εκκεντρικός ποδοσφαιριστής και χαρακτήρας δεν έπρεπε να αποδεχτεί την πρόταση της Μπεσίκτας. Εκείνο το καλοκαίρι είχε απασχολήσει και τον Ολυμπιακό, τα χρήματα όμως ειδικά για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης ήταν δυσθεώρητα πολλά.
Στην Τουρκία δεν ήταν ακριβώς το ψάρι έξω απ’ το νερό, αλλά είναι δεδομένο ότι και το περιβάλλον και η ομάδα δεν του ταίριαζαν. Τί δουλειά είχε ένα γέννημα-θρέμμα της Ρεάλ να λαμβάνει τα τελευταία ένσημα στην Κωνσταντινούπολη, θα ρωτούσε εύλογα οποιοσδήποτε γνώριζε, έστω κατ’ ελάχιστον, την ιστορία του.
Η Τουρκία όμως του έκανε κι ένα καλό. Τον άλλαξε, τον προσγείωσε, τον έβγαλε από το περιβάλλον προστασίας ή και «ανοχής» της Μαδρίτης.
Δεν πιστεύω ότι θα γινόταν προπονητής δίχως αυτόν τον δύσκολο χρόνο στην Μπεσίκτας. Φόρεσε τη φόρμα και πλέον μόνο σε ιδιωτικές προβολές βλέπει πόσο μεγάλος και σημαντικός παίκτης υπήρξε.
Βλέπει τα έργα στον προσωπικό, επιτυχημένο καμβά του. Δεν χρειάζεται, την αποδοχή, την αναγνώρισή και την κατανόηση ημών των υπολοίπων.
Δεν τον καταλάβαμε ενόσω αγωνιζόταν, δεν τον κατάλαβαν ούτε οι πολύ κοντινοί του άνθρωποι.
Η μεθοδολογία του «Σατυρικόν» βασίζεται στην αισθητική εμπειρία της τέχνης, που ως φιλοσοφική προσέγγιση δεν μπορεί να απομονωθεί από άλλες μορφές εμπειρίας στην καθημερινή ζωή.
Κάντε εικόνα αυτό το μοναδικά άυλο: ο Γκούτι στο κέντρο του γηπέδου, πιρουέτα του Ζιντάν και πάσα στον Ρονάλντο που εφορμώντας σπρώχνει τη μπάλα στα δίχτυα.
Υπερβολικό, υποκειμενικό, δυσνόητα πολύπλοκο κι ας μοιάζει απλό.
Σαν την τέχνη.